ἀέρες

ἀέρες
ἀ̱έρες , ἀήρ
Aër.
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νιφετώδης — νιφετώδης, ῶδες (Α) [νιφετός] αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”